κατανυκτικός

κατανυκτικός
κατανυκτικός , -ή, -ό
вызывающий благочестивое, набожное настроение, трогательный, умилительный:

κατανυκτική προσευχή — умилительная молитва


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κατανυκτικός" в других словарях:

  • κατανυκτικός — pricking at heart masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικός — ή, ό (AM κατανυκτικός, ή, όν) [κατανύσσω] 1. αυτός που επιφέρει κατάνυξη («κατανυκτική προσευχή») 2. αυτός που γίνεται με κατάνυξη (α. «κατανυκτικές δεήσεις» β. «κατανυκτική ησυχία») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατανυκτικό(ν) είδος εκκλησιαστικού… …   Dictionary of Greek

  • κατανυκτικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται με κατάνυξη: Ήταν μια κατανυκτική λειτουργία. 2. το ουδ. ως ουσ., σημαίνει είδος εκκλησιαστικού τροπαρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής …   Dictionary of Greek

  • κατανυκτικά — κατανυκτικός pricking at heart neut nom/voc/acc pl κατανυκτικά̱ , κατανυκτικός pricking at heart fem nom/voc/acc dual κατανυκτικά̱ , κατανυκτικός pricking at heart fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικόν — κατανυκτικός pricking at heart masc acc sg κατανυκτικός pricking at heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικοί — κατανυκτικός pricking at heart masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικούς — κατανυκτικός pricking at heart masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικῆς — κατανυκτικός pricking at heart fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικῶς — κατανυκτικός pricking at heart adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανυκτικῷ — κατανυκτικός pricking at heart masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»